Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Έντιμη αναδιάρθρωση του χρέους

Ζητείται επειγόντως Έντιμος Συμβιβασμός. Και, βασιζόμενοι στις κυβερνητικές δηλώσεις, η αναδιάρθρωση του χρέους είναι καθοριστικής σημασίας για έναν τέτοιο συμβιβασμό. Οπότε, εξετάζουμε τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά μιας Έντιμης Αναδιάρθρωσης του Χρέους.

Μπορούμε να χωρίσουμε τις κυβερνητικές προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους σε 3 μέρη:
α) Το ονομαστικό κούρεμα του χρέους. Απαγορευτικό, όπως γνωρίζουμε, για την άλλη πλευρά (την Ευρώπη), άρα ουσιαστικά αδύνατη η υποχώρησή της.
β) Επιμήκυνση και μείωση επιτοκίων στα μακροπρόθεσμα διακρατικά δάνεια που έχουμε συνάψει με τους εταίρους και έχουμε λάβει από το EFSF. Εδώ το πεδίο συμφωνίας είναι γόνιμο και καλλιεργημένο. Πρώτον, οι εταίροι - δανειστές έχουν ήδη δεσμευτεί για κάτι τέτοιο από το 2012. Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει παρέμβαση, ώστε να καταστεί “βιώσιμο” α λά  ΔΝΤ (120% του ΑΕΠ το 2022) το χρέος μας, για να ικανοποιηθεί το προαπαιτούμενο συμμετοχής του στο πρόγραμμα. Τρίτον, ακόμα και αν δεν έχουμε εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα που θέτει η Ευρώπη προκειμένου να υλοποιηθεί η δέσμευσή της, είναι απολύτως εύλογο πολιτικά να δοθεί στον ΣΥΡΙΖΑ μια πολιτική διευκόλυνση για να αποδεχτεί το συμβιβασμό.
Όλα, λοιπόν, συνηγορούν στο ότι αυτή η αναδιάρθρωση θα συμφωνηθεί. Όσο μεγαλύτερη, τόσο καλύτερα για την κυβέρνηση και τη χώρα.
γ) Αναδιάρθρωση του χρέους της ΕΚΤ και του ΔΝΤ (επιμήκυνση και μικρά επιτόκια) με ταυτόχρονη αντικατάσταση των δανείων του ΔΝΤ από τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Αυτή η πρόταση είναι εύλογη και, θεωρητικά, θα  μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτή από τους δανειστές, καθώς βελτιώνει τη θέση μας χωρίς δική τους ουσιαστική επιβάρυνση. Στην πράξη ωστόσο πολύ δύσκολα θα γίνει δεκτή.
Διότι, αυτό που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη, αυτό που μετατρέπει την πιθανότητα σε δυνατότητα, είναι μόλις μια λέξη: Eμπιστοσύνη.  Μπήκαμε στην κρίση έχοντας δίδυμα ελλείμματα: το δημοσιονομικό και το εμπορικό. Και στα δύο -με πολλές θυσίες- κατά τη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος. Γιγαντώθηκε όμως ένα άλλο έλλειμμα, κι αυτό μας εμποδίζει να πάμε μπροστά: το έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Και, δυστυχώς, αυτό θέτει τώρα εύλογους περιορισμούς στη δυνατότητα των δύο μερών, Ελλάδας και Ευρώπης, να φτάσουν σε μια καλή και λειτουργική συμφωνία και, επίσης, στη δυνατότητα να αποδεχτούν οι εταίροι την πρότασή μας για αναδιάρθρωση των δανείων ΕΚΤ και ΔΝΤ.

Ας δούμε από πιο κοντά το 3ο μέρος της ελληνικής πρότασης.
α) Η ελληνική κυβέρνηση ζητά αντικατάσταση του χρέους της ΕΚΤ από δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με χαμηλότερα επιτόκια και πιο μακρινές λήξεις. Αν γινόταν αυτό, θα μειώναμε άμεσα το χρέος κατά περίπου 9 δις€ (τα κέρδη που έχει η ΕΚΤ, τα οποία έτσι και αλλιώς μας επιστρέφονται αλλά σταδιακά, καθώς λήγουν τα ομόλογα που διακρατεί) και θα βελτιώναμε έτι περαιτέρω το προφίλ του χρέους μας.
β) Συνδυάζοντας τα 9 δις αυτά με άλλα δάνεια που θα μπορούσαμε να πάρουμε από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, αποπληρώνουμε  το ΔΝΤ και το βγάζουμε από την εξίσωση (και από τις διαπραγματεύσεις). Μένει, δηλαδή, όλο το χρέος μας στα χέρια της Ευρώπης. Και αυτό είναι σωστό. Καταρχάς διότι τα δάνεια του ΔΝΤ είναι ακριβά και ωφέλιμη η αντικατάστασή τους με φθηνότερα ευρωπαϊκά. Επιπροσθέτως, διότι το ΔΝΤ θέτει περιορισμούς που καθιστούν λιγότερο ευέλικτο το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας.
Υπάρχει π.χ. η τεχνική εμπλοκή, βάσει της οποίας το ΔΝΤ απαιτεί το χρέος της Ελλάδας να μειωθεί στο 120% το 2022, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο, προαπαιτούμενο συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Αυτή όμως η “ανόητη και αυθαίρετη” απαίτηση οδηγεί σε μαξιμαλιστικούς και ανελαστικούς στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ενώ, και στο 150% του ΑΕΠ να είναι το χρέος μας το 2022, θα είναι εξίσου βιώσιμο ή μη βιώσιμο, καθώς αυτό που έχει σημασία -ο στόχος μας- είναι να μπει το χρέος σε πτωτική τροχιά και η ανάπτυξη σε ανοδική. Με δυο λόγια, αντικατάσταση του ΔΝΤ από τους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς θα προσδώσει ευελιξία  στο πρόγραμμα και στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτό το τμήμα της ελληνικής πρότασης, λοιπόν, θα μπορούσε εύκολα να υιοθετηθεί καθώς δημιουργεί μικρή επιπλέον επιβάρυνση στους εταίρους. Λειτουργεί όμως αποτρεπτικά το έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ ημών και των δανειστών. Έλλειμμα που ξεκίνησε από τα  Greek Statistics του κ. Καραμανλή,  συνεχίστηκε με τα Ζάππεια του κ. Σαμαρά, για να πάρει την σκυτάλη ο κ. Τσίπρας με την κατάργηση του μνημονίου με ένα νόμο σ’ ένα άρθρο.
Τόσα χρόνια οι δανειστές χρησιμοποιούν τις δόσεις ως μοχλό πίεσης για να υλοποιούμε αυτά που συμφωνούμε. Κρατάνε το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, επειδή ξέρει να παίζει το ρόλο της Μορμώς. Κι όσο το ΔΝΤ είναι στο πρόγραμμα υπάρχουν και αυτές οι “παράλογες” απαιτήσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Έχουν δίκιο από τη μεριά τους οι εταίροι να έχουν επιφυλάξεις για τη συνέπειά μας σε όσα συμφωνούμε; Πριν απαντήσετε, αναρωτηθείτε αν ο ίδιος ο ελληνικός λαός εμπιστεύεται τους πολιτικούς του για τη συνέπειά τους, αν τα κόμματα καλλιεργούν σχέσεις αλήθειας με τους ψηφοφόρους τους. Εξάλλου οι εταίροι έχουν πλέον και ίδια πείρα : δεν ολοκληρώσαμε καμία αξιολόγηση στην ώρα της, καμία χωρίς εκπτώσεις.

Αναλογιστείτε για μια στιγμή την παράδοξη διαπραγματευτική θέση της χώρας μας. Τον Ιανουάριο η νέα κυβέρνηση είπε στους δανειστές: οι συμφωνίες είναι λάθος, δεν τις αναγνωρίζω, θα εξετάσω εναλλακτικές. Και τον Ιούνιο, 5 μήνες μετά, ζητά διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών μας αλλά με τρόπο που αφαιρεί από τους δανειστές κάθε δυνατότητα πίεσης για τήρηση των συμφωνιών. Γιατί ουσιαστικά, με το τρίτο μέρος της πρότασής μας, προτείνουμε αντικατάσταση των ενοχλητικών δανείων που λήγουν τα προσεχή 3-4 χρόνια με άλλα πιο μακρινά. Πολύ φοβούμαι πως η απάντηση θα είναι:

“The only place where loans come before trust is the dictionary.”

Από την άλλη μεριά, βέβαια, οι δανειστές είναι αναγκασμένοι να μας διευκολύνουν, αλλιώς η χρεοκοπία είναι επί θύραις. Γι’ αυτό η πιο πιθανή κατάληξη είναι πως το μαρτύριο της σταγόνας θα συνεχιστεί και η ροή των κεφαλαίων από την ΕΕ θα συγχρονιστεί με τις ανάγκες της χώρας μας για τις πληρωμές των δανείων που λήγουν. Έτσι θα συνεχίσουμε. Μέχρι πότε; Μέχρι να αποκατασταθεί η Εμπιστοσύνη.

Το λογικό παράδοξο που προκαλεί η έλλειψη εμπιστοσύνης συνοψίζεται ως εξής:

  1. Ιανουάριος 2015,  Ελλάδα:  Δεν αναγνωρίζω τις συμφωνίες που υπέγραψα γιατί….
  2. Φεβρουάριος - Ιούνιος 2015, Ευρώπη: No deal, no money => κρίση ρευστότητας για την Ελλάδα.
  3. Ιούνιος 2015, Ελλάδα: Θα αναγνωρίσω παλαιότερες συμφωνίες, θα συνάψω και νέα, υπό την προϋπόθεση πως θα μου εξασφαλίσετε χωρίς αξιολόγηση, εκ των προτέρων, τα χρήματα που θα χρειαστώ τα επόμενα 3-4 χρόνια.
  4. Μετά την αναδιάρθρωση του χρέους -> πήγαινε στο βήμα (1).


Πρόκειται, δηλαδή, για πρόταση που θα είναι παράδοξο αν γίνει αποδεκτή από τους αντισυμβαλλόμενους εταίρους, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη συγκυρία. Υποθέτω πως η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα το αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει ως ρεαλιστικό και έντιμο συμβιβασμό μια γενναία  αναδιάρθρωση τύπου (β) των  διακρατικών δανείων και των δανείων του EFSF, την οποία ελπίζω πως η λογική και αλληλέγγυα Ευρώπη θα προσφέρει. Αν πάλι αποδεχτούν και την αναδιάρθρωση τύπου (γ) τόσο το καλύτερο για τη χώρα μας και μπράβο στη διαπραγματευτική ομάδα του κ. Τσίπρα.  Αν όμως η αναδιάρθρωση τύπου (γ) αποτελεί αδιαπραγμάτευτη κόκκινη γραμμή και εμπόδιο στην επίτευξη συμφωνίας, τότε μάλλον κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 18/6/2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου